Κλίμα Βρυξελλών: Ο παγωμένος χειμώνας της Ευρώπης και ο διχασμός στο κέντρο των αποφάσεων

Σχετικά Άρθρα

Δεν βρέθηκαν αποτελέσματα.
Συννεφιασμένος, γκρίζος χειμωνιάτικος ουρανός πάνω από τις Βρυξέλλες, Φωτογραφία αρχείου – Πηγή: Shutterstock
Συννεφιασμένος, γκρίζος χειμωνιάτικος ουρανός πάνω από τις Βρυξέλλες, Φωτογραφία αρχείου – Πηγή: Shutterstock
Απόψεις / Αναλύσεις

Ο χειμώνας στις Βρυξέλλες δεν είναι απλώς μια εποχική συνθήκη, είναι μια εμπειρία. Ένα μόνιμο, σχεδόν δομικό στοιχείο της πόλης. Η γεωγραφική της θέση, κοντά στη βόρεια άκρη της ευρωπαϊκής ηπείρου και σε άμεση επαφή με τη Βόρεια Θάλασσα, μία από τις πιο σκληρές και απρόβλεπτες θάλασσες της Ευρώπης, διαμορφώνει όχι μόνο το κλίμα, αλλά και τη συνολική αίσθηση του τόπου.

Τις ημέρες που προηγήθηκαν της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής, αλλά και κατά τη διάρκειά της, οι άνεμοι κατέβαιναν με ορμή από τον βορρά, περνώντας από την Αμβέρσα και διασχίζοντας το αστικό σώμα των Βρυξελλών. Στα μεσαιωνικά σοκάκια του ιστορικού κέντρου, χιλιάδες επισκέπτες προσπαθούσαν να σταθούν για λίγα λεπτά, να φωτογραφίσουν, να θαυμάσουν τον εντυπωσιακό χριστουγεννιάτικο διάκοσμο, πριν αναγκαστούν να συνεχίσουν, κυνηγημένοι από το κρύο.

Όμως το ψύχος δεν περιοριζόταν εκεί. Δεν έμενε στους δρόμους, στις πλατείες και στις βιτρίνες. Όπως αποδείχθηκε, είχε διαπεράσει και τον πλέον κρίσιμο χώρο λήψης αποφάσεων για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το κτίριο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στην οδό de la Loi, με τη συμβολική αρίθμηση 1000. Έναν χώρο όπου, πίσω από κλειστές πόρτες, κρίνονται ισορροπίες που ξεπερνούν κατά πολύ τα σύνορα των Βρυξελλών.

Το κλίμα στην αίθουσα των Ευρωπαίων ηγετών ήταν βαρύ. Όχι θεατρικά βαρύ, αλλά ουσιαστικά. Το διακύβευμα ήταν εξαιρετικά μεγάλο. Στο τραπέζι δεν βρισκόταν μόνο η χρηματοδότηση της Ουκρανίας έως το 2027, αλλά μια απόφαση που άγγιζε τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιλαμβάνεται τον εαυτό της: ως πολιτική ένωση αρχών ή ως τεχνοκρατικό μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων.

Χωρίς συμφωνία, η Ουκρανία κινδύνευε να βρεθεί αντιμέτωπη με άμεση έλλειψη ταμειακών διαθεσίμων αμέσως μετά τις γιορτές, αδυνατώντας να καλύψει βασικές κρατικές υποχρεώσεις, μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές δαπάνες. Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό της Ένωσης, δοκιμαζόταν η συνοχή της σε μία από τις πιο κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις των τελευταίων ετών.

Το πλαίσιο ήταν συγκεκριμένο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε δύο προτάσεις για την επιπλέον χρηματοδότηση της Ουκρανίας έως το 2027. Η πρώτη προέβλεπε συλλογική δράση μέσω κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού, μια λύση θεσμικά ασφαλής, αλλά πολιτικά δύσκολη. Η δεύτερη αφορούσε τη χρήση των ταμειακών ροών από τα παγωμένα ρωσικά κρατικά κεφάλαια που βρίσκονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μια επιλογή που, εμμέσως πλην σαφώς, άνοιγε τον δρόμο για τη δήμευσή τους.

Τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της δεύτερης επιλογής ήταν ισχυρά και βαθιά πολιτικά. Από τη μία πλευρά, κράτη-μέλη με πιο σκληρή στάση απέναντι στη Ρωσία, όπως οι χώρες της Βαλτικής και η Πολωνία, πίεζαν ανοιχτά για πλήρη δήμευση των ρωσικών κεφαλαίων, βλέποντάς την ως ζήτημα πολιτικής και ηθικής συνέπειας. Από την άλλη, χώρες όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία υποστήριζαν μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση, προειδοποιώντας για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις μιας τέτοιας απόφασης.

Ιδιαίτερη σημασία είχε η στάση του Βελγίου. Περίπου τα δύο τρίτα των παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων βρίσκονται υπό βελγική δικαιοδοσία, κυρίως μέσω του Euroclear. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε απόφαση για έμμεση ή άμεση δήμευση θα είχε δυσανάλογο αντίκτυπο στη χώρα. Οι βελγικές αρχές προειδοποίησαν για τον κίνδυνο σύνδεσης πολιτικών αποφάσεων με τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, αλλά και για το ενδεχόμενο η Ευρωπαϊκή Ένωση να εμφανιστεί ως μη φερέγγυος θεσμικός παίκτης στο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα.

Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός, υποστήριζαν, θα μπορούσε να πυροδοτήσει μαζική εκροή κρατικών και επενδυτικών κεφαλαίων από την Ένωση, ιδίως από τρίτες χώρες, ενώ δεν απέκλειαν και νομικές κινήσεις της Ρωσίας, με απρόβλεπτες συνέπειες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την εσωτερική οικονομία.

Το αποτέλεσμα ήταν ένα κλίμα εμφανώς τεταμένο από νωρίς. Σε καμία περίπτωση δεν θύμιζε την εορταστική ή και πανηγυρική ατμόσφαιρα παλαιότερων Συνόδων Κορυφής. Για όσους είχαμε βρεθεί στις Βρυξέλλες και στο παρελθόν, αλλά και σήμερα για δημοσιογραφική κάλυψη, παρακολουθώντας τις εξελίξεις από κοντά, η διαφορά ήταν οφθαλμοφανής.

Ήδη πριν καν ξεκινήσει επίσημα η Σύνοδος, είχε καταστεί σαφές ότι το πρόβλημα δεν ήταν τεχνικό. Δεν αφορούσε μηχανισμούς χρηματοδότησης ή λογιστικές φόρμουλες. Ήταν βαθιά πολιτικό.Από τη μία πλευρά, η ανάγκη τήρησης των θεμελιωδών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως διαμορφώθηκαν από τους πατέρες της ευρωπαϊκής ιδέας — Σπινέλι, Αντενάουερ, Σουμάν, Ζαν Μονέ. Από την άλλη, η ολοένα και εντονότερη λογική ωμής επιβολής εθνικών συμφερόντων, σε μια Ένωση που πολλοί θεωρούν πλέον εγκλωβισμένη σε μια γεωπολιτική μέγγενη.

Η μέγγενη αυτή σφίγγει μετά την αναθεωρημένη προσέγγιση της αμερικανικής προεδρίας απέναντι στην ίδια τη χρησιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον δυτικό κόσμο. Μια πίεση αθόρυβη αλλά διαρκής, με κοινωνικές, αμυντικές και κυρίως οικονομικές προεκτάσεις.

Το δεδομένο είναι ένα: έως το 2028, η σταδιακή γεωοικονομική και αμυντική απομάκρυνση των ΗΠΑ από την ΕΕ θεωρείται από πολλούς στις Βρυξέλλες σχεδόν βέβαιη. Παράλληλα, βρίσκεται σε εξέλιξη μια παγκόσμια αναδιάταξη δυνάμεων με βασικό στόχο την ανάσχεση της ανερχόμενης, κυρίαρχης υπερδύναμης: της Κίνας.

Μέσα σε αυτή την ιστορική συγκυρία, ίσως την πιο κρίσιμη και υπαρξιακή για το μέλλον της Ένωσης, κυριαρχούν μικροπολιτικές λογικές και εθνικές φιλοδοξίες άλλων εποχών, συχνά με δογματισμούς μακριά από τον υγιή φεντεραλισμό πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η ευρωπαϊκή ιδέα. Το αποτέλεσμα είναι μια πρωτοφανής πόλωση και ένας βαθύς διχασμός.

Ο γαλλογερμανικός άξονας, η οικονομική και πολιτική ραχοκοκαλιά της ΕΕ, δύσκολα θα επιτρέψει πλήρη αποδόμηση της Ένωσης. Ωστόσο, για πρώτη φορά, οι προσεγγίσεις ΗΠΑ και Ρωσίας έναντι της ΕΕ συγκλίνουν, και οι δυο επιθυμούν ισχυρά κράτη στην Ευρώπη, αλλά όχι ισχυρή Ένωση με πολιτικό κέντρο τις Βρυξέλλες.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, η εκτίμηση είναι σαφής. Ο πολιτικός χειμώνας των Βρυξελλών δεν τελειώνει σύντομα. Οι παγωμένοι άνεμοι της Βόρειας Θάλασσας θα συνεχίσουν να διαπερνούν τα υγρά μεσαιωνικά σοκάκια της πόλης και τις αίθουσες των αποφάσεων.

Η διέξοδος δεν βρίσκεται στον δογματισμό, αλλά στη Realpolitik που υπηρέτησαν ο Χέλμουτ Κολ, ο Μιτεράν, ο Σιράκ, ο στρατηγός Ντε Γκωλ παλαιότερα, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και η Άνγκελα Μέρκελ: μια Ευρώπη ευρωκεντρική, από Ευρωπαίους για Ευρωπαίους, με μοναδικό στόχο τη συνεχή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της.

Αυτός ήταν και πρέπει να παραμείνει ο πυρήνας κάθε πολιτικής σκέψης από την εποχή του Περικλή έως σήμερα. Όχι το πώς οι πολίτες θα πειστούν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους μέσα σε φέρετρα, τυλιγμένα με σημαίες, όπως εσχάτως αφήνουν να εννοηθεί αρκετοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι.

Θανάσης Πετράς
Διεθνής Ανταποκριτής
Chief Editor & Publisher – Diethni.gr

Newsroom